- δισκελής
- -ές και δίσκελος, -η, -ο (Μ δισκελής, -ές)αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + σκέλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek